«Θυμάμαι που μπήκαν στο σπίτι και τις φωνές της μητέρας μου. Ήθελαν να μας σκοτώσουν όλους αλλά δεν πρόλαβαν» λέει ταραγμένος ο Αζίζ* από το Αφγανιστάν που ήταν 10 χρονών όταν είδε να σκοτώνουν τον πατέρα του μπροστά στα μάτια του. Δράστης ο θείος του. Ο λόγος, διαφωνίες για τα κληρονομικά.
Για να γλιτώσουν, ο Αζίζ, μαζί με τον μεγαλύτερο αδελφό του, την αδελφή του και τη μητέρα τους πήγαν σε μια άλλη πόλη. Τους βρήκαν όμως κι εκεί. Μεγαλύτερο κίνδυνο διέτρεχαν τα αγόρια, γι αυτό και η μητέρα τα έστειλε στο Ιράν. «Την ημέρα που φύγαμε, κλαίγαμε όλοι συνέχεια αλλά δεν μπορούσαμε να κάνουμε αλλιώς. Θα μας σκότωναν αν μέναμε. Τότε πίστευα ότι θα ξαναγυρνούσαμε. Δεν περίμενα ότι θα εξελισσόταν έτσι η ζωή μου».
Στο Ιράν, τα παιδιά έζησαν τρία χρόνια. Χωρίς χαρτιά, με ελάχιστα χρήματα και βιώνοντας καθημερινά τον ρατσισμό που ήταν ιδιαίτερα έντονος προς τους Αφγανούς. Τότε ο αδελφός του Αζίζ αποφάσισε να τον στείλει σε κάποια άλλη χώρα, για «καλύτερα». Πέρασε ασυνόδευτος στη Μυτιλήνη και ύστερα από μία εβδομάδα έφτασε στην Αθήνα. Σε εκείνο το ταξίδι έχασε και το μοναδικό αντικείμενο που είχε πάρει φεύγοντας – ένα δαχτυλίδι του πατέρα του. «Δεν ξέρω αν χάθηκε στο νερό ή κάποιος το πήρε. Ήταν ό,τι πολυτιμότερο είχα για να θυμάμαι την οικογένειά μου».
Ο Αζίζ, 23 χρονών σήμερα, ζει ήδη επτά χρόνια στην Ελλάδα και είναι φανερά απογοητευμένος καθώς βλέπει τη ζωή του να χειροτερεύει μέρα με τη μέρα. «Πόσα χρόνια μπορείς να μείνεις κάπου χωρίς να ξέρεις τι θα κάνεις αύριο; Έχω κάνει αίτηση για άσυλο από το 2008 και δεν έχω λάβει ούτε μία ειδοποίηση. Δεν έχω χαρτιά, σπίτι, δουλειά. Ζω μία μέρα από εδώ, μία από εκεί. Έχω προσπαθήσει 3-4 φορές να φύγω αλλά δεν τα έχω καταφέρει. Δεν περιμένω τίποτα πια. Από τα προβλήματα έχω χάσει το μυαλό μου. Ξεχνάω. Δεν αναγνωρίζω ούτε γνωστούς όταν τους συναντώ στο δρόμο».
Σαν να μην έφταναν όλα αυτά, ο Αζίζ, πριν λίγες μέρες, έπεσε και θύμα ξυλοδαρμού από αγνώστους. Είχε μόλις φτάσει από την Ηγουμενίτσα ύστερα από άλλη μία αποτυχημένη απόπειρα να φύγει για Ιταλία. Όταν τον έπιασαν οι αστυνομικοί, του έκοψαν εισιτήριο για Αθήνα με τα λεφτά που βρήκαν πάνω του. Έφτασε στις τρεισήμισι τη νύχτα και περπατούσε στην Αχαρνών για να πάει στο σπίτι ενός φίλου.
«Συνήθως δεν κυκλοφορούσα τέτοιες ώρες. Το αργότερο στις 10 ήμουν σπίτι γιατί είχα ακούσει πολλές ιστορίες. Τους είδα να έρχονται από απέναντι. Ήταν 5 ή 6 άτομα, γεροδεμένοι με κοντό μαλλί, γύρω στα 25 με 30. Δεν τους πρόσεξα καλά. Θυμάμαι μόνο ότι ένας, καθώς περπατούσε, έβαζε μαύρα γάντια. Δεν πήγε όμως το μυαλό μου στο κακό».
«Χωρίς καμία προειδοποίηση με περικύκλωσαν. Δεν μπόρεσα να τους ξεφύγω. Άρχισαν να με χτυπούν στο πρόσωπο. Ζαλίστηκα κι έπεσα κάτω. Συνέχισαν με κλωτσιές παντού. Με είδαν που δεν κουνιόμουν και με άφησαν. Έτσι ξαφνικά όπως ήρθαν, έτσι κι έφυγαν. Χωρίς να μιλήσουν, τίποτα».
«Φώναξα βοήθεια αλλά δεν ήταν κανένας εκεί. Στο νοσοκομείο πήγα το άλλο πρωί. Η μύτη μου ήταν σπασμένη και το μάτι μου κλειστό από το πρήξιμο. Μου είπαν πως ήμουν τυχερός που δεν έβγαλαν μαχαίρι».
«Δεν μπορώ να μείνω άλλο εδώ. Φοβάμαι πολύ. Θέλω να πάω στην Ιταλία ή τη Γαλλία, κάπου που ισχύουν οι νόμοι, όχι όπως εδώ. Αν με σκότωναν εκείνο το βράδυ, κανείς δεν θα έκανε κάτι. Τι είναι ένας ξένος; Τίποτα».
«Αυτό που μου δημιουργεί μεγαλύτερη απελπισία είναι που δεν μπορώ να βοηθήσω τη μητέρα μου. Μαθαίνω ότι είναι άρρωστη, ότι στενοχωριέται πολύ για μένα και τον αδελφό μου που είναι ακόμη στο Ιράν. Αν δεν κινδύνευε η ζωή μου στο Αφγανιστάν, δεν θα καθόμουν ούτε λεπτό εδώ».
* Το όνομα έχει αλλάξει για λόγους προστασίας.
Η επίθεση εναντίον του Αζίζ, που σημειώθηκε τον Μάιο 2014, καταγράφηκε από το Δίκτυο Καταγραφής Ρατσιστικής Βίας.
πηγη: 1againstracism